λωτίζομαι

λωτίζομαι
λωτίζομαι,
A cull the best, A.Supp.963; Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. S.Fr.724 (prob. cj.):—[voice] Act. in Hsch., λωτίζειν· ἀπανθίζεσθαι, ἀπολλύειν.—Cf. ἀπολωτίζω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λωτίζομαι — (Α) [λωτός] 1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών 2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου 3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν» …   Dictionary of Greek

  • λωτίσασθε — λωτίζομαι cull the best aor imperat mid 2nd pl λωτίζομαι cull the best aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτίζειν — λωτίζομαι cull the best pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτίζεται — λωτίζομαι cull the best pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώτισμα — λώτισμα, τὸ (Α) [λωτίζομαι) 1. άνθος 2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”